Βισκόντι

Βισκόντι
(Visconti). Ηγεμονική οικογένεια του Μιλάνου, που κυριάρχησε στην πόλη από το 1277 έως το 1447. Ανήκαν στη φατρία των Γιβελίνων και υποστήριξαν την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στους αγώνες της εναντίον του παπισμού. Η οικογένεια ανέδειξε πολλά ικανά μέλη και στην ακμή της κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλη τη βόρεια Ιταλία. Από τα μέλη της σημαντικότεροι ήταν ο Τζιοβάνι και ο Τζαν Γκαλεάτσο. Με τον πρώτο μάλιστα η οικογένεια άγγιξε το απόγειο της ισχύος της. Ο Τζιοβάνι Β. (1290-1354), φίλος του Πετράρχη, αρχιεπίσκοπος και κύριος της πόλης, προσάρτησε στο κράτος του την Μπολόνια και τη Γένοβα. Ένας από τους δυνατότερους και πλουσιότερους Β., υπήρξε και ο Τζαν Γκαλεάτσο (1351;-1400), που κυβέρνησε το Μιλάνο από το 1385. Υπήρξε ικανός κυβερνήτης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Επεξέτεινε την κυριαρχία του Μιλάνου στις γειτονικές πόλεις Βερόνα, Πάντοβα, Σιένα, Λούκα και Περούτζια. Σε πρωτοβουλίες του οφείλεται η ανέγερση του καθεδρικού ναού του Μιλάνου, καθώς επίσης η κατασκευή πολλών κοινωφελών έργων (γεφυρών, βιβλιοθηκών) και μοναστηριών. Ο Γκαλεάτσο υπήρξε ο πρώτος Β., που έφερε (1395) τον τίτλο του Δούκα του Μιλάνου. Η στέψη του Τζαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, ενός από τους δυνατότερους και πλουσιότερους της ηγεμονικής οικογένειας του Μιλάνου, σε μικρογραφία του 14ου αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βισκόντι, Λουκίνο — (Luchino Visconti de Modrone,Μιλάνο 1906 – Ρώμη 1976). Ιταλός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Άρχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία το 1936 σε θίασο του Μιλάνου. Ύστερα από μερικά χρόνια αφιερωμένα αποκλειστικά στον κινηματογράφο,… …   Dictionary of Greek

  • Βισκόντι, Λουδοβίκος Τούλιος Ιωακείμ — (Louis Tullius Joachim Visconti, Ρώμη 1791 – Παρίσι 1853).Γάλλος αρχιτέκτονας, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι, διετέλεσε επιθεωρητής των δημοτικών κτιρίων της γαλλικής πρωτεύουσας (1822) και το 1825 αρχιτέκτονας της μεγάλης …   Dictionary of Greek

  • Φίλιππος-Μαρία Βισκόντι — (Filippo Maria Visconti, Μιλάνο 1392 – 1447). Γιος του Τζιαν Γκαλεάτσο και της Αικατερίνης Βισκόντι, ήταν αρχικά κόμης της Παβία, την οποία κληρονόμησε από τον πατέρα του, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών διαδέχθηκε τον αδελφό του Τζιοβάνι Μαρία… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Παβία — (Pavia). Πόλη της Βόρειας Ιταλίας στη Λομβαρδία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (περίπου 2.965 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα νότια του Μιλάνου, με το οποίο συνδέεται με τη μεγάλη σιδηροδρομική αρτηρία Μιλάνου Γένοβας, και στα αριστερά του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Σφόρτσα — (Sforza). Ονομαστή ιταλική οικογένεια, πολλά μέλη της οποίας διετέλεσαν δούκες του Μιλάνου. 1. Μούτσιο ή Τζιάκομο Ατέντολο. Μισθοφόρος (1369 1424). Διακρίθηκε στη διάρκεια της άμυνας της Περούτζια, εναντίον του δούκα του Μιλάνου Ιωάννη Γκαλεάτσο… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • Καρμανιόλα, Φραντσέσκο Μπουσόνε ντα- — (Francesco Bussone da Carmagnola, Καρμανιόλα 1380 – Βενετία 1432). Ιταλός στρατιωτικός. Βρισκόταν στην υπηρεσία του δούκα του Μιλάνου, Φιλίπο Μαρία Βισκόντι, ο οποίος τον όρισε κοντοτιέρο, δηλαδή αρχηγό των μισθοφορικών στρατευμάτων του. Αφού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”